Greek Meaning of tracheophyte
Τραχειόφυτα
Other Greek words related to Τραχειόφυτα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tracheophyte
- tracheophyta => Τραχειόφυτα
- tracheophonae => τα πνευστά όργανα
- tracheocele => Τραχηοκήλη
- tracheobronchitis => τραχειοβρογχίτιδα
- tracheobronchial => τραχειοβρογχικός
- tracheobranchlae => Τραχειοβράγχια
- tracheobranchia => τραχειόβραγχα
- trachenchyma => Τραχεία χόνδρος
- trachelospermum jasminoides => Τραχελόσπερμο το γιασεμινοειδές
- trachelospermum => Τραχελοσπέρμουμ
- tracheoscopy => Τραχειοσκόπηση
- tracheostomy => Τραχειοτομή
- tracheotomy => Τραχειοτομία
- trachinoid => Τραχινόμορφα
- trachinotus => Τραχύνοτος
- trachinotus carolinus => Καρολίνι
- trachinotus falcatus => Τραχινότουρος
- trachipteridae => Τραχιπτερίδες
- trachipterus => ξιφιας
- trachipterus arcticus => Ταινιοπτέρυγας
Definitions and Meaning of tracheophyte in English
tracheophyte (n)
green plant having a vascular system: ferns, gymnosperms, angiosperms
FAQs About the word tracheophyte
Τραχειόφυτα
green plant having a vascular system: ferns, gymnosperms, angiosperms
No synonyms found.
No antonyms found.
tracheophyta => Τραχειόφυτα, tracheophonae => τα πνευστά όργανα, tracheocele => Τραχηοκήλη, tracheobronchitis => τραχειοβρογχίτιδα, tracheobronchial => τραχειοβρογχικός,