FAQs About the word thickish

Definition not available

Somewhat thick.

|μπλοκ|,τετράγωνο,ογκώδης,πυκνό,βαρύς,παχύς,Ευρύς,χοντρός,λίπος,ευρύ

λεπτή,λεπτός,στενός,αδύνατο,αδύνατος,ρηχό

thick-headed => ηλίθιος, thick-haired => παχύτριχος, thick-footed morel => ξανθόφυλλος σκαφώτις, thicket-forming => θάμνου-σχηματισμού, thicket => Δάσος,