FAQs About the word strewing

στρώνοντας

the act of scattering

στίγμα,ψεκασμός,ράντισμα,Ξεσκόνισμα,πιπέρι,διασκόρπιση,σπορά,σκορπίζω,κουβέρτα,κηλίδωση

No antonyms found.

strew => σκορπίζω, streusel => Στρέουζελ, stretchy => ελαστικός, stretching => stretching, stretchiness => Ελαστικότητα,