FAQs About the word squinnies

Definition not available

squint

χάσμα, κενό,ματιές,Χαζεύει,βλέμματα,κοιτάζει με στόμα ανοιχτό,Πλαγιοβλέμματα,Στραβίζει,Κοιτάζει επίμονα,ματιές,ματιές

No antonyms found.

squinching => Στραβισμός, squiggling => σκιρρτό, squiggled => σκιρτημένος, squiffed => μεθυσμένος, squibs => διόπια,