Greek Meaning of spinal cord
Ο νωτιαίος μυελός
Other Greek words related to Ο νωτιαίος μυελός
Nearest Words of spinal cord
- spinal column => σπονδυλική στήλη
- spinal canal => Σπονδυλικός σωλήνας
- spinal anesthetic => νωτιαία αναισθησία
- spinal anesthesia => Νωτιαία αναισθησία
- spinal anaesthetic => Σπονδυλική αναισθησία
- spinal anaesthesia => Σπονδυλική αναισθησία
- spinal accessory => Νεύρο Αccessorium
- spinal => νωτιαίος
- spinacia oleracea => σπανάκι
- spinacia => Σπανάκι
- spinal curvature => Σκολίωση
- spinal fluid => Εγκεφαλονωτιαίο υγρό
- spinal fusion => Σπονδυλοδεσία
- spinal nerve => Νωτιαίος Νεύρος
- spinal nerve root => Ρίζα νωτιαίου νεύρου
- spinal nerve roots => Νωτιαίες ρίζες
- spinal puncture => Oσφυονωτιαία παρακέντηση
- spinal tap => Οσφυονωτιαία παρακέντηση
- spinal vein => Σπονδυλική φλέβα
- spinally => σπονδυλικός
Definitions and Meaning of spinal cord in English
spinal cord (n)
a major part of the central nervous system which conducts sensory and motor nerve impulses to and from the brain; a long tubelike structure extending from the base of the brain through the vertebral canal to the upper lumbar region
FAQs About the word spinal cord
Ο νωτιαίος μυελός
a major part of the central nervous system which conducts sensory and motor nerve impulses to and from the brain; a long tubelike structure extending from the b
Επιστροφή,σπονδυλική στήλη,Σπόνδυλος,Σπονδυλική στήλη,σπονδυλική στήλη,σπονδυλική στήλη,κινέζικο
No antonyms found.
spinal column => σπονδυλική στήλη, spinal canal => Σπονδυλικός σωλήνας, spinal anesthetic => νωτιαία αναισθησία, spinal anesthesia => Νωτιαία αναισθησία, spinal anaesthetic => Σπονδυλική αναισθησία,