Greek Meaning of spinacia oleracea
σπανάκι
Other Greek words related to σπανάκι
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of spinacia oleracea
- spinacia => Σπανάκι
- spinach plant => Φυτό σπαναχιού
- spinach mustard => σπανάκι μουστάρδας
- spinach blight => Αλτενάρια του σπανακιού
- spinach beet => Σπανάκι
- spinach => σπανάκι
- spina bifida => Σπονδυλική δυσραφία
- spin the platter => γυρίζω το πιάτο
- spin the plate => Περιστρέψτε το πιάτο
- spin the bottle => Γύρνα το μπουκάλι
- spinal => νωτιαίος
- spinal accessory => Νεύρο Αccessorium
- spinal anaesthesia => Σπονδυλική αναισθησία
- spinal anaesthetic => Σπονδυλική αναισθησία
- spinal anesthesia => Νωτιαία αναισθησία
- spinal anesthetic => νωτιαία αναισθησία
- spinal canal => Σπονδυλικός σωλήνας
- spinal column => σπονδυλική στήλη
- spinal cord => Ο νωτιαίος μυελός
- spinal curvature => Σκολίωση
Definitions and Meaning of spinacia oleracea in English
spinacia oleracea (n)
southwestern Asian plant widely cultivated for its succulent edible dark green leaves
FAQs About the word spinacia oleracea
σπανάκι
southwestern Asian plant widely cultivated for its succulent edible dark green leaves
No synonyms found.
No antonyms found.
spinacia => Σπανάκι, spinach plant => Φυτό σπαναχιού, spinach mustard => σπανάκι μουστάρδας, spinach blight => Αλτενάρια του σπανακιού, spinach beet => Σπανάκι,