Greek Meaning of sparer
αποταμιευτής
Other Greek words related to αποταμιευτής
Nearest Words of sparer
Definitions and Meaning of sparer in English
sparer (n)
someone who refrains from injuring or destroying
FAQs About the word sparer
αποταμιευτής
someone who refrains from injuring or destroying
διατηρώ,διατηρώ,αραιός,διανέμω,νοσοκόμα,μερίδα (έξω),τσιγκουνεύω (σε),επιμένω (σε),διανέμω,τσίμπημα
στοίβα,σπάταλος,χύνω,Βροχή,ντούζ
spareness => Ολιγότης, spare tire => Ρεζέρβα, spare time => ελεύθερος χρόνος, spare part => ανταλλακτικό, spare => εφεδρικό,