FAQs About the word sparer

αποταμιευτής

someone who refrains from injuring or destroying

διατηρώ,διατηρώ,αραιός,διανέμω,νοσοκόμα,μερίδα (έξω),τσιγκουνεύω (σε),επιμένω (σε),διανέμω,τσίμπημα

στοίβα,σπάταλος,χύνω,Βροχή,ντούζ

spareness => Ολιγότης, spare tire => Ρεζέρβα, spare time => ελεύθερος χρόνος, spare part => ανταλλακτικό, spare => εφεδρικό,