Greek Meaning of solemnly

επίσημα

Other Greek words related to επίσημα

Definitions and Meaning of solemnly in English

Wordnet

solemnly (r)

in a grave and sedate manner

FAQs About the word solemnly

επίσημα

in a grave and sedate manner

αξιοπρεπής,εξαίρετος,επιβλητικός,αριστοκρατικός,Αύγουστος,ευπρεπής,διακρίνει,κομψός,όμορφος,παχύσαρκος

φρίβολος,ζαλισμένος,ακατάλληλος,ανάξιος,Χοντρός,ακατέργαστος,επιπόλαιος,απρεπής,αγενής,ανάρμοστος

solemnize => επισημοποιώ, solemnization => τελετή, solemnity of mary => η εορτή της Μαρίας, solemnity => ιεροπρέπεια, solemnise => εκδηλώνω πανηγυρικά,