Greek Meaning of slipped (into)

γλίστρησε (σε)

Other Greek words related to γλίστρησε (σε)

Definitions and Meaning of slipped (into) in English

slipped (into)

No definition found for this word.

FAQs About the word slipped (into)

γλίστρησε (σε)

βάζω,Πετάχτηκε (πάνω),ντυμένος,φορούσε,ενδεδυμένος,ντυμένος,παρατεταγμένοι,ντυμένος,στολισμένος,ντυμένος

ξεφλουδισμένα,αναβάλλω,αφαιρέθηκε,Απογειώθηκε,απολυμένος (από),αποθήκη,σήκωσε τους ώμους,έβγαλε,έβρεξε,αποφλοιωμένος

slip (on or into) => γλιστρώ (πάνω ή μέσα σε), slip (into) => γλιστρώ (μέσα), slinks => γλιστράει, slinked => τυλίχθηκε, slimnastics => Αδυνατιστική γυμναστική,