Greek Meaning of sleep in
Κοιμάμαι μέσα
Other Greek words related to Κοιμάμαι μέσα
Nearest Words of sleep in
- sleep late => Κοιμάται αργά
- sleep off => να κοιμηθείς και να ξεσκάσεις
- sleep out => Διανυκτέρευση σε ύπαιθρο
- sleep over => Πυζάμα
- sleep talking => υπνοβασία
- sleep terror disorder => Διαταραχή νυχτερινού τρόμου
- sleep together => κοιμούνται μαζί
- sleep with => κοιμάμαι με
- sleep-at-noon => μεσημεριανός ύπνος
- sleep-charged => φορτισμένος με ύπνο
Definitions and Meaning of sleep in in English
sleep in (v)
sleep later than usual or customary
live in the house where one works
FAQs About the word sleep in
Κοιμάμαι μέσα
sleep later than usual or customary, live in the house where one works
Σημείο απόβασης,Νυστάζω,υπέρβαση χρόνου ύπνου,όνειρο,νυστάζω,χειμερία νάρκη,ύπνος,υπνάκο,μεσημεριανός ύπνος,ανάπαυση
προκύπτω,ανέβαινω,ξυπνάω,ξύπνιος,ξυπνώ
sleep disorder => διαταραχή ύπνου, sleep deprivation => στέρηση ύπνου, sleep around => Κοιμάμαι γύρω γύρω, sleep apnea => Άπνοια ύπνου, sleep => ύπνος,