FAQs About the word sleep in

Κοιμάμαι μέσα

sleep later than usual or customary, live in the house where one works

Σημείο απόβασης,Νυστάζω,υπέρβαση χρόνου ύπνου,όνειρο,νυστάζω,χειμερία νάρκη,ύπνος,υπνάκο,μεσημεριανός ύπνος,ανάπαυση

προκύπτω,ανέβαινω,ξυπνάω,ξύπνιος,ξυπνώ

sleep disorder => διαταραχή ύπνου, sleep deprivation => στέρηση ύπνου, sleep around => Κοιμάμαι γύρω γύρω, sleep apnea => Άπνοια ύπνου, sleep => ύπνος,