Greek Meaning of simultaneity
ταυτόχρονος
Other Greek words related to ταυτόχρονος
Nearest Words of simultaneity
- simulium => Σιμούλι
- simuliidae => Σιμουλίδες
- simulcast => Ταυτόχρονη μετάδοση
- simulatory => προσομοίωση
- simulator => Σιμολατέρ
- simulative electronic deception => Προσομοιωτική ηλεκτρονική απάτη
- simulation => προσομοίωση
- simulating => προσομοίωση
- simulated military operation => Προσομοιωμένη στρατιωτική επιχείρηση
- simulated => εξομοιωμένο
- simultaneous => ταυτόχρονος
- simultaneous equations => Συστήματα εξισώσεων
- simultaneous operation => Ταυτόχρονη λειτουργία
- simultaneously => ταυτόχρονα
- simultaneousness => ταυτόχρονοτητα
- simulty => όχι ταυτόχρονος
- simvastatin => Σιμβαστατίνη
- sin => Αμαρτία
- sinai => Σινά
- sinai desert => Έρημος του Σινά
Definitions and Meaning of simultaneity in English
simultaneity (n)
happening or existing or done at the same time
simultaneity (n.)
The quality or state of being simultaneous; simultaneousness.
FAQs About the word simultaneity
ταυτόχρονος
happening or existing or done at the same timeThe quality or state of being simultaneous; simultaneousness.
συμπτωματικός,παράλληλος,σύγχρονος,σύγχρονος,σύγχρονος,τυχαίος,σύγχρονος,Σύγχρονο,συνοδευτικός,Συμμετέχων
ασύγχρονος,όχι ταυτόχρονο,Ασύγχρονος,μη σύγχρονος
simulium => Σιμούλι, simuliidae => Σιμουλίδες, simulcast => Ταυτόχρονη μετάδοση, simulatory => προσομοίωση, simulator => Σιμολατέρ,