Greek Meaning of shoring (up)

αντιστήριξη (προς τα πάνω)

Other Greek words related to αντιστήριξη (προς τα πάνω)

Definitions and Meaning of shoring (up) in English

shoring (up)

to support or help (something), to support (something) or keep (something) from falling by placing something under or against it

FAQs About the word shoring (up)

αντιστήριξη (προς τα πάνω)

to support or help (something), to support (something) or keep (something) from falling by placing something under or against it

ενίσχυση,φέροντας,στή­ριξη (προς τα πάνω),διαμονή,υποστηρίζων,βιώσιμο,ρουλεμάν,ενθαρρυντικός,ενίσχυση,υποστήριξη

απονομευτικά,εξασθένιση,υποσκάπτω

shoreside => ακτή, shores => Ακτές, shorelines => ακτογραμμές, shorefront => παραλιακό μέτωπο, shored (up) => ενισχυμένος,