FAQs About the word shelling

βομβαρδισμός

the heavy fire of artillery to saturate an area rather than hit a specific targetof Shell, Groats; hulled oats.

γαύγισμα,ξεφλούδισμα,Αποφλοίωση,ξεφλούδισμα,κλιμάκωση,ξεφλούδισμα,εκθέτοντας,αποψίλωση,εκθέτω,εκδορά

No antonyms found.

shell-flower => Κοχύλι, shellflower => Κτενοφόρα, shellfish => Οστρακοειδή, shellfire => βομβαρδισμός, shelley => Σέλλεϊ,