FAQs About the word sheepherders

Ποιμένες

a worker in charge of sheep especially on open range, a worker in charge of a flock of sheep

Καουμπόηδες,Κάουγκερλ,Κτηνοτρόφοι,βοσκοί,Βοσκοί,καουμπόηδες,καουμπόηδες,γκάουτσο,τσοπάνηδες (tsopanides),Ποιμένες

No antonyms found.

sheepfolds => Μάντρες, sheens => λάμψεις, sheening => γυαλιστερός, sheened => λαμπερό, sheds => αποθήκες,