FAQs About the word sheather

θήκη

One who sheathes.

ντυμένος,ντύνομαι,περικλείω,Πρόσωπο,περιβάλλει,τυλίγω,ρούχα,Πίνακας,κουβέρτα,φόρεμα

Γυμνός,Απογυμνωμένο,εκθέτω,Λωρίδα,ξεσπαργανώνω

sheathed => θήκη από σπαθί, sheathbill => κολπορράμφος, sheath pile => Σωρός πασσάλων, sheath knife => περίβλημα μαχαιριού, sheath => θήκη,