FAQs About the word sex act

Definition not available

sexual activity between individuals, especially the insertion of a man's penis into a woman's vagina until orgasm and ejaculation occur

σχέσεις,αναπαραγωγή,εμπόριο,σύζευξη,Ξεκινώντας,σαρκικότητα,συνέδριο

No antonyms found.

sewster => μοδίστρα, sewn => ραμμένο, sewing-machine stitch => Ράμμα ραπτομηχανής, sewing-machine operator => Ράφτης, sewing stitch => Βελονιά ραψίματος,