Greek Meaning of sensationalistic
αισθησιοθηρικός
Other Greek words related to αισθησιοθηρικός
Nearest Words of sensationalistic
- sensationally => αισθησιακά
- sense => αίσθηση
- sense datum => Αισθησιακό δεδομένο
- sense experience => αισθητική εμπειρία
- sense impression => αισθητική εντύπωση
- sense modality => Αισθητική ενότητα
- sense of balance => αίσθηση ισορροπίας
- sense of direction => αίσθηση προσανατολισμού
- sense of duty => αίσθημα καθήκοντος
- sense of equilibrium => αίσθηση ισορροπίας
Definitions and Meaning of sensationalistic in English
sensationalistic (s)
typical of tabloids
FAQs About the word sensationalistic
αισθησιοθηρικός
typical of tabloids
εντυπωσιακός,εντυπωσιοθηρικός,πολύχρωμο,δραματικός,Πω πω,Ζουμερός,φρικτός,φωνάζω,θεατρικός,θεατρικός
ακίνδυνος,ακίνδυνος,αναίσθητος,εξημερώνω,αξιοπρεπής,επίσημος,κατάλληλος,συγκρατημένος
sensationalist => εντυπωσιοθηρικός, sensationalism => Αισθησιοκρατία, sensational => εντυπωσιακός, sensation => αίσθηση, sensating => Αισθητήριο,