FAQs About the word senatorship

θέση γερουσιαστή

the office of senatorThe office or dignity of a senator.

βουλευτής,νομοθέτης,Βουλευτής,Νομοθέτης,βουλεύτρια,μέλος του Κογκρέσου,νομοθέτης

No antonyms found.

senatorious => γεροντικός, senatorian => γερουσιαστής, senatorially => γερουσιαστικά, senatorial => γερουσιαστικός, senator => Γερουσιαστής,