Greek Meaning of sea captain

Πλοίαρχος

Other Greek words related to Πλοίαρχος

Definitions and Meaning of sea captain in English

Wordnet

sea captain (n)

an officer who is licensed to command a merchant ship

Webster

sea captain ()

The captain of a vessel that sails upon the sea.

FAQs About the word sea captain

Πλοίαρχος

an officer who is licensed to command a merchant shipThe captain of a vessel that sails upon the sea.

Ναύαρχος,Καπετάνιος,διοικητής,αξιωματούχος,παραβλέπω,Καπετάνιος,Αντιναύαρχος,Διοικητής,αντισυνταγματάρχης,κύριος

Πλήρωμα,Μέλος του πληρώματος,μέλος πληρώματος

sea canary => θαλασσινό καναρίνι, sea calf => Φώκια, sea cabbage => φύκια, sea butterfly => Θαλάσσια πεταλούδα, sea bug => Εντομο της θάλασσας,