FAQs About the word sacrilegiously

Ιερόσυλα

in a sacrilegious manner

βλασφημία,διαφθορά,βρισιά,βεβήλωση,ασέβεια,βεβήλωση,προσβολή,Μόλυνση,βεβήλωση,προσβολή

λατρεία,καθαρισμός,Λατρεία,Αγκαλιασμός,δοξολογία,σεβασμός,αγιασμός,σεβασμός

sacrilegious => ιεροσυλία, sacrilege => Ιεροσυλία, sacrificing => θυσία, sacrificial => Θυσιαστικός, sacrificer => θύτης,