Greek Meaning of rumbler
βρόντημα
Other Greek words related to βρόντημα
Nearest Words of rumbler
Definitions and Meaning of rumbler in English
rumbler (n.)
One who, or that which, rumbles.
FAQs About the word rumbler
βρόντημα
One who, or that which, rumbles.
γρύλισμα,γκρινιάζω,Τύμπανο,ξύλο,κύλισμα,βροντή,φυσερό,άνθηση
θόρυβος,ουρλιαχτό,θόρυβος,θόρυβος,Κραυγή,βρυχηθμός,χάος,αναταραχή,θόρυβος,θόρυβος και αναστάτωση
rumble seat => Επικαθήμενο κάθισμα, rumble => βρυχηθμός, rumba => Ρούμπα, rumansh => Ρομανική, rumanian => ρουμάνικος,