FAQs About the word ruddling

Κόκκινη βαφή

to color with or as if with red ocher, red ocher

ανθισμένος,κοκκινίζω,κοκκίνισμα,έκπλυση,φωτεινό,ενσάρκωση,ερυθρότητα,κοκκίνισμα,Χρωματισμός,ανησυχητικός

No antonyms found.

ruddled => χοντροκομμένος, ructions => ταραχές, ruckuses => αναταραχή, rucks => σακίδια πλάτης, rubs the wrong way => Τρίβει με λάθος τρόπο,