Greek Meaning of ruddling
Κόκκινη βαφή
Other Greek words related to Κόκκινη βαφή
Nearest Words of ruddling
Definitions and Meaning of ruddling in English
ruddling
to color with or as if with red ocher, red ocher
FAQs About the word ruddling
Κόκκινη βαφή
to color with or as if with red ocher, red ocher
ανθισμένος,κοκκινίζω,κοκκίνισμα,έκπλυση,φωτεινό,ενσάρκωση,ερυθρότητα,κοκκίνισμα,Χρωματισμός,ανησυχητικός
No antonyms found.
ruddled => χοντροκομμένος, ructions => ταραχές, ruckuses => αναταραχή, rucks => σακίδια πλάτης, rubs the wrong way => Τρίβει με λάθος τρόπο,