Greek Meaning of rouging
κοκκίνισμα
Other Greek words related to κοκκίνισμα
Nearest Words of rouging
- roughwrought => τραχύς
- roughwork => προσχέδιο
- rough-textured => τραχιάς υφής
- roughtail stingray => Βατόμορφη σαλάχι με τραχιά ουρά
- rought => τραχύς
- rough-stemmed goldenrod => Χρυσόβεργα σκληρά ποικιλία
- rough-spoken => Αγενής
- rough-skinned newt => Τρίτωνας των Άλπεων
- roughshod => Αδίστακτα
- roughsetter => χονδροκόφτης
Definitions and Meaning of rouging in English
rouging (p. pr. & vb. n.)
of Rouge
FAQs About the word rouging
κοκκίνισμα
of Rouge
ανθισμένος,κοκκινίζω,κοκκίνισμα,έκπλυση,φωτεινό,ενσάρκωση,ερυθρότητα,Κόκκινη βαφή,Χρωματισμός,ανησυχητικός
No antonyms found.
roughwrought => τραχύς, roughwork => προσχέδιο, rough-textured => τραχιάς υφής, roughtail stingray => Βατόμορφη σαλάχι με τραχιά ουρά, rought => τραχύς,