FAQs About the word roundels

Ρόντελες

an English modified rondeau, rondel sense 2a, a round figure or object (such as a circular panel, window, or niche)

κύκλοι,σφαίρες,δαχτυλίδια,γύροι,κύκλοι,τσίρκουλα,ωοειδή,Μπάλες,ελλείψεις,υδρόγειοι

No antonyms found.

roundelays => ροντέλες, rounded up => στρογγυλοποιήθηκε, rounded on => στρογγυλοποιημένο στο, rounded (off or out) => Στρογγυλεύω, round tables => στρογγυλά τραπέζια,