FAQs About the word reviver

ανανεωτής

One who, or that which, revives.

ανανεώνω,ανασταίνω,αναζωογονώ,επαναφόρτιση,αναγεννώ,αναζωογονώ,Αναζωπυρώνω,επανεκκίνηση,ανάνηψη,αναζωογονώ

σβήνω,καταπιέζω

revivement => αναβίωση, revived => αναβίωσε, revive => αναβιώνω, revivalistic => αναβιωτικός, revivalist => Αναζωογονητής,