Greek Meaning of restoral
Αποκατάσταση
Other Greek words related to Αποκατάσταση
- Ανασυγκρότηση
- ανακαίνιση
- Αποκατάσταση
- αποκατάσταση
- ανάκαμψη
- Αποκατάσταση
- ανακαίνιση
- επισκευή
- Αναβίωση
- λίφτινγκ
- επιδιόρθωση
- επισκευή
- συγκέντρωση
- Επαναδημιουργία
- επανενεργοποίηση
- ανάνηψη
- αναγέννηση
- ανάρρωση
- αναγέννηση
- αναγέννηση
- αποκατάσταση
- επανεφεύρεση
- ανανέωση
- ανανέωση
- ανακαίνιση
- Αναγέννηση
- αναγέννηση
- ανανέωση
- αναγέννηση
- ανάσταση
- ανάνηψη
- αναζωογόνηση
- αναζωογόνηση
Nearest Words of restoral
Definitions and Meaning of restoral in English
restoral (n.)
Restoration.
FAQs About the word restoral
Αποκατάσταση
Restoration.
Ανασυγκρότηση,ανακαίνιση,Αποκατάσταση,αποκατάσταση,ανάκαμψη,Αποκατάσταση,ανακαίνιση,επισκευή,Αναβίωση,λίφτινγκ
No antonyms found.
restorable => Επανακτάται, restock => ανανέωση αποθεμάτων, restlessness => ανησυχία, restlessly => ανήσυχα, restless legs syndrome => Σύνδρομο ανήσυχων ποδιών,