Greek Meaning of reseed
Επανάληψη σποράς
Other Greek words related to Επανάληψη σποράς
Nearest Words of reseed
Definitions and Meaning of reseed in English
reseed (v)
seed again or anew
maintain by seeding without human intervention
FAQs About the word reseed
Επανάληψη σποράς
seed again or anew, maintain by seeding without human intervention
επιβλέπω,Επανεμφύτευση,μετάδοση,Κατσαρόλα,διασκορπίζω,σπόρος,μεταμόσχευση,κρεβάτι,Άσκηση,Φυτό
συγκεντρώνω,συγκομιδή,συγκομιδή
resedaceae => Ροδανθίδες, reseda odorata => Ρεσέδα η οσμώδης, reseda luteola => Σιδίτης, reseda => Ρεσέδα, resection => Εκτομή,