FAQs About the word reseizure

επανασύλληψη

A second seizure; the act of seizing again.

No synonyms found.

No antonyms found.

reseizer => Μεταβολή μεγέθους, reseize => Αλλαγή μεγέθους ξανά, reseek => Επαναζητήσω, reseed => Επανάληψη σποράς, resedaceae => Ροδανθίδες,