Greek Meaning of repenter
μετανοών
Other Greek words related to μετανοών
Nearest Words of repenter
Definitions and Meaning of repenter in English
repenter (n.)
One who repents.
FAQs About the word repenter
μετανοών
One who repents.
μετανόηση,θρηνείν,θρηνείν,θρηνώ,θρηνώ,πενθώ (γτ),θρηνώ,δρόμος,(λύπη για)
ευχαριστηθείτε (με),απολαμβάνω,λιχουδιά,απολαμβάνω,απολαμβάνω (κάτι),απολαμβάνω
repented => μετανοημένος, repentantly => μετανοημένος, repentant => μετανοημένος, repentance => μετάνοια, repent => μετανοώ,