FAQs About the word repenter

μετανοών

One who repents.

μετανόηση,θρηνείν,θρηνείν,θρηνώ,θρηνώ,πενθώ (γτ),θρηνώ,δρόμος,(λύπη για)

ευχαριστηθείτε (με),απολαμβάνω,λιχουδιά,απολαμβάνω,απολαμβάνω (κάτι),απολαμβάνω

repented => μετανοημένος, repentantly => μετανοημένος, repentant => μετανοημένος, repentance => μετάνοια, repent => μετανοώ,