FAQs About the word repeller

απωθητικό

One who, or that which, repels.

απωθώ,αντιστέκομαι,Νικήσει,εκτρέπω,αποκρούω (από),μάχη,αντιτίθεμαι,αντικρούω,αποκρούω,απομακρύνω

αγκαλιάζω,Καλώς ήρθατε (Kalos orisate),Χαλάζι

repellently => Αποκρουστικός, repellent => απωθητικό, repellency => απωθητικότητα, repellence => απωθητικότητα, repelled => απωθήθηκε,