Greek Meaning of repeatable
επαναλήψιμος
Other Greek words related to επαναλήψιμος
Nearest Words of repeatable
Definitions and Meaning of repeatable in English
repeatable (a)
able or fit to be repeated or quoted
FAQs About the word repeatable
επαναλήψιμος
able or fit to be repeated or quoted
αξιομνημόνευτος,αξιοσημείωτος,αξιόλογος,παρατηρήσιμος,αξιοσημείωτος,Παραθέσιμος,ανεξίτηλος,άξιο αναφοράς,ονομαστός,ονομαστός
αξέχαστος,πρότυπο,ασήμαντος,μέσος,συνηθισμένος,πεζός,ρουτίνα,μέτριος,αξιομνημόνευτο,συνηθισμένο
repeat => Επαναλάβετε, repealment => κατάργηση, repealing => κατάργηση, repealer => καταργητής, repealed => Καταργηθέν,