Greek Meaning of namable
ονομαστός
Other Greek words related to ονομαστός
Nearest Words of namable
Definitions and Meaning of namable in English
namable (a.)
Capable of being named.
FAQs About the word namable
ονομαστός
Capable of being named.
αξιομνημόνευτος,αξιοσημείωτος,αξιόλογος,αξιοσημείωτος,Παραθέσιμος,άξιο αναφοράς,παρατηρήσιμος,ανεξίτηλος,άξιος αναφοράς,αξιοσημείωτος
αξέχαστος,συνηθισμένος,πεζός,πρότυπο,αξιομνημόνευτο,ασήμαντος,μέσος,ρουτίνα,μέτριος,συνηθισμένο
nam => όνομα, naltrexone => ναλτρεξόνη, naloxone => ναλοξόνη, nalorphine => ναλορφίνη, nalline => Ναλίνι,