FAQs About the word recoverer

ανακτήτης

someone who saves something from danger or violenceOne who recovers.

επανακατάληψη,διεκδικώ,ανακτώ,ανακτώ,επανακτήσω,ανακτήσω,αναπληρώνω,επανακτησις,ανακαταλαμβάνω,θυμάμαι

χάσει,τοποθετώ λάθος,χάνω

recoveree => αναρρώσας, recovered => ανακτηθεί, recoverable => ανακτήσιμος, recover => ανακτώ, recourseful => εφευρετικός,