Greek Meaning of recompile
επανασυγκεντρώνω
Other Greek words related to επανασυγκεντρώνω
Nearest Words of recompile
Definitions and Meaning of recompile in English
recompile (v. t.)
To compile anew.
FAQs About the word recompile
επανασυγκεντρώνω
To compile anew.
μεταγλωττίζω,Επεξεργασία,συντάσσω,Reddit,αναθεωρώ,επαναεργασία,συλλέγω,Επαναδιατυπώνω,ανακαίνιση,συσσωρεύω
No antonyms found.
recompilation => επανεκτύπωση, recompensive => αντισταθμιστικός, recompensing => αποζημίωση, recompenser => ανταμείβω, recompensement => ανταμοιβή,