Greek Meaning of ratepayer
Φορολογούμενος
Other Greek words related to Φορολογούμενος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of ratepayer
- ratel => Μελιεράκιδα
- rated => Βαθμολογημένο
- rateables => φορολογητέες
- rateable => φορολογητέος
- rateability => Επιβαρυντικότητα
- rate of return => ποσοστό επιστροφής
- rate of respiration => αναπνευστικός ρυθμός
- rate of payment => Ρυθμός πληρωμής
- rate of pay => ο ρυθμός της πληρωμής
- rate of interest => επιτόκιο
Definitions and Meaning of ratepayer in English
ratepayer (n)
a person who pays local rates (especially a householder)
ratepayer (n.)
One who pays rates or taxes.
FAQs About the word ratepayer
Φορολογούμενος
a person who pays local rates (especially a householder)One who pays rates or taxes.
No synonyms found.
No antonyms found.
ratel => Μελιεράκιδα, rated => Βαθμολογημένο, rateables => φορολογητέες, rateable => φορολογητέος, rateability => Επιβαρυντικότητα,