Greek Meaning of pyrogallic acid
Πυρογαλλικό οξύ
Other Greek words related to Πυρογαλλικό οξύ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pyrogallic acid
- pyrogallic => πυρογαλλικός
- pyroelectricity => Πυροηλεκτρισμός
- pyroelectrical => πυροηλεκτρικός
- pyroelectric => πυροηλεκτρικός
- pyrochemistry => Πυροχημεία
- pyrochemical process => Πυροχημική διαδικασία
- pyrochemical => πυροχημικός
- pyrocephalus rubinus mexicanus => Ποδοκήφηξ του Μεξικού
- pyrocephalus => Βασιλικος (Βραζιλια)
- pyrocellulose => Πυροξυλόζη
Definitions and Meaning of pyrogallic acid in English
pyrogallic acid (n)
a toxic white lustrous crystalline phenol used to treat certain skin diseases and as a photographic developer
FAQs About the word pyrogallic acid
Πυρογαλλικό οξύ
a toxic white lustrous crystalline phenol used to treat certain skin diseases and as a photographic developer
No synonyms found.
No antonyms found.
pyrogallic => πυρογαλλικός, pyroelectricity => Πυροηλεκτρισμός, pyroelectrical => πυροηλεκτρικός, pyroelectric => πυροηλεκτρικός, pyrochemistry => Πυροχημεία,