Greek Meaning of puts over

βάζει από πάνω

Other Greek words related to βάζει από πάνω

Definitions and Meaning of puts over in English

puts over

put across sense 2, to achieve or carry through by deceit or trickery, put across, postpone, delay

FAQs About the word puts over

βάζει από πάνω

put across sense 2, to achieve or carry through by deceit or trickery, put across, postpone, delay

αναβάλλει,καθυστερήσεις,κρατά,αναβάλλει,αναβάλλει (σε),κρατάει,βρίσκεται πάνω από,αναβάλλει,αποστέλλει,ράφια

πράξεις,κάνει,λειτουργεί (σε),ασχολείται με,αποφασίζει (για)

puts out => σβήνει, puts on => φοράει, puts off => αναβάλλει, puts in => βάζει μέσα, puts down => βάζει κάτω,