FAQs About the word pull wires

Τράβηγμα καλωδίων

influence or control shrewdly or deviously

σύρετε,τράνταγμα,ελκω,μεταφέρω,ζωγραφίζω,ρυμουλκώ,μεταδίδω,υγιής,ανασηκώνω,σύρω

οδήγηση,σπρώχνω,προωθώ,ώθηση,ώθηση

pull up stakes => Τράβηγμα πλοχμών, pull up short => σταματώ απότομα, pull up => Τράβα ψηλά, pull together => συγκεντρώνονται, pull through => αντέχω,