Greek Meaning of prohibitions
απαγορεύσεις
Other Greek words related to απαγορεύσεις
- απαγορεύσεις
- Απαγορεύσεις
- Εμπάργκο
- βέτο
- διατάγματα
- διαταγές
- απαγορεύσεις
- απαγορεύει
- περιορισμοί
- ταμπού
- προειδοποιήσεις
- επιφυλάξεις
- εντολές
- περιορισμοί
- διατάγματα
- αρνήσεις
- αποτρεπτικά μέτρα
- αποθάρρυνση
- αναστολές
- περιορισμοί
- εντολές
- απαγορεύσεις
- αντιρρήσεις
- προληπτικά μέτρα
- διαμαρτυρίες
- αρνήσεις
- καταστολή
- περιορισμούς
- καταστολές
- Ταμπού
- επιδόματα
- εξουσιοδοτήσεις
- Άδειες
- Άδειες
- δικαιώματα
- συνταγές
- κυρώσεις
- Ανοχές
- φύλλα
- συμφωνίες
- εγκρίσεις
- ευλογίες
- διαστημάτων
- συναινέσεις
- ενθαρρύνσεις
- εγκρίσεις
- εγκρίσεις
- Προσφορές
- παθήματα
- υποστηρίζει
- ανοχές
- προσχωρήσεις
- εγκρίσεις
- η chấpκριση
- Συμμορφώσεις
- διευκολύνσεις
- Ιμπριματούρ
- υπακοές
- εντάξει
- Eντάξει
- υποβολές
Nearest Words of prohibitions
Definitions and Meaning of prohibitions in English
prohibitions
something (as a law) that prohibits a certain act or procedure, the act of prohibiting by authority, an order to restrain or stop, the period from 1920 to 1933 in the U.S. when the manufacture, transportation, and sale of alcoholic liquors was prohibited by the Eighteenth Amendment to the U.S. Constitution, an order forbidding something, the act of prohibiting, an order to refrain or stop, an extraordinary writ issued by a higher court commanding an inferior court to keep within its proper jurisdiction (as by ceasing a prosecution), the forbidding by law of the sale and manufacture of alcoholic beverages, the forbidding by law of the manufacture, transportation, and sale of alcoholic liquors except for medicinal and sacramental purposes
FAQs About the word prohibitions
απαγορεύσεις
something (as a law) that prohibits a certain act or procedure, the act of prohibiting by authority, an order to restrain or stop, the period from 1920 to 1933
απαγορεύσεις,Απαγορεύσεις,Εμπάργκο,βέτο,διατάγματα,διαταγές,απαγορεύσεις,απαγορεύει,περιορισμοί,ταμπού
επιδόματα,εξουσιοδοτήσεις,Άδειες,Άδειες,δικαιώματα,συνταγές,κυρώσεις,Ανοχές,φύλλα,συμφωνίες
prohibiting => απαγορευτικό, progressives => Προοδευτικοί, progressions => Προόδους, progressing => προοδευτικός, progresses => προοδεύει,