Greek Meaning of primary sexual characteristic
primary sexual characteristic
Other Greek words related to primary sexual characteristic
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of primary sexual characteristic
- primary school => Δημοτικό σχολείο
- primary quill => πρωτεύον πτερό
- primary health care => πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας
- primary feather => Πρωτεύουσα πτέρυγα
- primary election => προκριματικές εκλογές
- primary dysmenorrhea => Πρωτοπαθής δυσμηνόρροια
- primary dentition => Γαλακτοδόντια
- primary colour for pigments => Πρωτεύον χρώμα για χρωστικές ουσίες
- primary colour for light => Πρωτεύον χρώμα για φως
- primary colour => Βασικό χρώμα
- primary solid solution => Πρωτογενής στερεή διάλυση
- primary subtractive color for light => Πρωτογενές αφαιρετικό χρώμα για φως
- primary subtractive colour for light => Πρωτεύοντα υποαφαιρετικά χρώματα για το φως
- primary syphilis => Πρωτοπαθής σύφιλη
- primary tooth => νεογιλό δόντι
- primary winding => Πρωτεύουσα περιέλιξη
- primate => πρωτεύοντα
- primates => Πρωτεύοντα
- primateship => Πρωτευματολογία
- primatology => Πρωτευοντολογία
Definitions and Meaning of primary sexual characteristic in English
primary sexual characteristic (n)
the genetically determined sex characteristics bound up with reproduction (genitals and organs of reproduction)
FAQs About the word primary sexual characteristic
Definition not available
the genetically determined sex characteristics bound up with reproduction (genitals and organs of reproduction)
No synonyms found.
No antonyms found.
primary school => Δημοτικό σχολείο, primary quill => πρωτεύον πτερό, primary health care => πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, primary feather => Πρωτεύουσα πτέρυγα, primary election => προκριματικές εκλογές,