Greek Meaning of polyamory
polyamory
Other Greek words related to polyamory
- δίγαμος
- γάμος
- γάμος
- μονογαμία
- Πολυανδρία
- Πολυγαμία
- Πολυγαμία
- γάμος
- Συγκατοίκηση
- συζυγία
- Συζυγικότητα
- Μεικτός γάμος
- αγώνας
- φυλετική ανάμειξη
- Μικτός γάμος
- σχέση
- επαναγαμία
- συνημμένο αρχείο
- αρραβώνας
- Σύμφωνο συμβίωσης
- δέσμευση
- Σύμφωνο συμβίωσης
- σύμφωνο συμβίωσης
- αρραβώνας
- αρραβώνας
- υπόσχεση
- υπόσχεση
- πρόταση
- αλήθεια
Nearest Words of polyamory
Definitions and Meaning of polyamory in English
polyamory
the state or practice of having more than one open romantic relationship at a time
FAQs About the word polyamory
Definition not available
the state or practice of having more than one open romantic relationship at a time
δίγαμος,γάμος,γάμος,μονογαμία,Πολυανδρία,Πολυγαμία,Πολυγαμία,γάμος,Συγκατοίκηση,συζυγία
Διαζύγιο,Αποχωρισμός,ακύρωση
poltergeists => poltergeist, Pollyannish => Πόλι Άννα, Pollyannas => Πόλυ Άννας, Pollyanna => Πόλυ Άννα, pollutions => ρυπάνσεις,