Greek Meaning of polemics
πολιτική
Other Greek words related to πολιτική
- επιπλήξεις
- κριτικές
- διατριβές
- εκδορές
- λόγοι
- παραγγέλματα
- δυσφημήσεις
- δυσφημήσεις
- ταπεινώσεις
- βλασφημίες
- πλευρές
- τιμωρίες
- απαξίωσεις
- επίθετα
- βρισιές
- προσβολές
- επιπλήττει
- επιτιμήσεις
- επιπλήξεις
- υβριστικά
- βρισιές
- Κακοποιεί
- κατάρα
- κατάρες
- βροντές
- κατάρες
- βρισιές
- κατάρες
- εμπόδια
- βλασφημίες
- Υπονόμευση
- χυδαιότητες
- συκοφαντίες
- βιτριόλια
- υβριστικά
Nearest Words of polemics
Definitions and Meaning of polemics in English
polemics (n)
the branch of Christian theology devoted to the refutation of errors
polemics (n.)
The art or practice of disputation or controversy, especially on religious subjects; that branch of theological science which pertains to the history or conduct of ecclesiastical controversy.
FAQs About the word polemics
πολιτική
the branch of Christian theology devoted to the refutation of errorsThe art or practice of disputation or controversy, especially on religious subjects; that br
επιπλήξεις,κριτικές,διατριβές,εκδορές,λόγοι,παραγγέλματα,δυσφημήσεις,δυσφημήσεις,ταπεινώσεις,βλασφημίες
εκδήλωση θαυμασμού,Απλόχειρο κρούσμα,επαίνους,συμπληρώματα,Συγχαρητήρια,συγχαρητήρια,έπαινοι,κολακείες,τρυφερές λόγια,μαλακά σαπούνια
polemicize => πολεμίζω, polemicist => πολέμιος, polemicise => πολεμώ, polemically => πολεμικά, polemical => πολεμικός,