Greek Meaning of physical chemistry
Φυσική χημεία
Other Greek words related to Φυσική χημεία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of physical chemistry
- physical change => Φυσική αλλαγή
- physical body => φυσικό σώμα
- physical attraction => Φυσική έλξη
- physical anthropology => Φυσική ανθρωπολογία
- physical ability => Σωματική ικανότητα
- physical => φυσικός
- physic nut => Ρίκινος
- physic => Φυσική
- physiatrics => Φυσικοθεραπεία
- physianthropy => Φυσιοθεραπεία
- physical composition => Φυσική σύνθεση
- physical condition => Φυσική κατάσταση
- physical contact => σωματική επαφή
- physical education => φυσική αγωγή
- physical entity => Φυσική οντότητα
- physical exercise => Σωματική άσκηση
- physical exertion => Σωματική κόπωση
- physical fitness => Φυσική κατάσταση
- physical geography => Φυσική γεωγραφία
- physical object => Φυσικό αντικείμενο
Definitions and Meaning of physical chemistry in English
physical chemistry (n)
the branch of chemistry dealing with the physical properties of chemical substances
FAQs About the word physical chemistry
Φυσική χημεία
the branch of chemistry dealing with the physical properties of chemical substances
No synonyms found.
No antonyms found.
physical change => Φυσική αλλαγή, physical body => φυσικό σώμα, physical attraction => Φυσική έλξη, physical anthropology => Φυσική ανθρωπολογία, physical ability => Σωματική ικανότητα,