Greek Meaning of peninsula
χερσόνησος
Other Greek words related to χερσόνησος
Nearest Words of peninsula
- penicillium => πενικίλλιο
- penicillin-resistant bacteria => Βακτήρια ανθεκτικά στην πενικιλίνη
- penicillin-resistant => ανθεκτικό στην πενικιλλίνη
- penicillinase-resistant antibiotic => Αντιβιοτικό ανθεκτικό στην πενικιλινάση
- penicillinase => Πενικιλλινάση
- penicillin v potassium => Πενικιλίνη V καλίου
- penicillin v => Πενικιλίνη V
- penicillin o => πενικιλίνη o
- penicillin g => πενικιλλίνη G
- penicillin f => πενικιλλίνη f
Definitions and Meaning of peninsula in English
peninsula (n)
a large mass of land projecting into a body of water
peninsula (n.)
A portion of land nearly surrounded by water, and connected with a larger body by a neck, or isthmus.
FAQs About the word peninsula
χερσόνησος
a large mass of land projecting into a body of waterA portion of land nearly surrounded by water, and connected with a larger body by a neck, or isthmus.
κάπα,ακρωτήριο,σημείο,χέρι,Κυματοθραύστης,ακρωτήρι,ness,Ακρωτήρι,φτύνω,Αποβάθρα
No antonyms found.
penicillium => πενικίλλιο, penicillin-resistant bacteria => Βακτήρια ανθεκτικά στην πενικιλίνη, penicillin-resistant => ανθεκτικό στην πενικιλλίνη, penicillinase-resistant antibiotic => Αντιβιοτικό ανθεκτικό στην πενικιλινάση, penicillinase => Πενικιλλινάση,