Greek Meaning of penicillium
πενικίλλιο
Other Greek words related to πενικίλλιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of penicillium
- penicillin-resistant bacteria => Βακτήρια ανθεκτικά στην πενικιλίνη
- penicillin-resistant => ανθεκτικό στην πενικιλλίνη
- penicillinase-resistant antibiotic => Αντιβιοτικό ανθεκτικό στην πενικιλινάση
- penicillinase => Πενικιλλινάση
- penicillin v potassium => Πενικιλίνη V καλίου
- penicillin v => Πενικιλίνη V
- penicillin o => πενικιλίνη o
- penicillin g => πενικιλλίνη G
- penicillin f => πενικιλλίνη f
- penicillin => πενικιλλίνη
Definitions and Meaning of penicillium in English
penicillium (n)
genus of fungi commonly growing as green or blue molds on decaying food; used in making cheese and as a source of penicillin
FAQs About the word penicillium
πενικίλλιο
genus of fungi commonly growing as green or blue molds on decaying food; used in making cheese and as a source of penicillin
No synonyms found.
No antonyms found.
penicillin-resistant bacteria => Βακτήρια ανθεκτικά στην πενικιλίνη, penicillin-resistant => ανθεκτικό στην πενικιλλίνη, penicillinase-resistant antibiotic => Αντιβιοτικό ανθεκτικό στην πενικιλινάση, penicillinase => Πενικιλλινάση, penicillin v potassium => Πενικιλίνη V καλίου,