FAQs About the word peewee

μικρός

disparaging terms for small people, small olive-colored woodland flycatchers of eastern North America

μικρός,νάνος,Γαρίδα,νάνος,μίνι,μινιατούρα,πυγμαίος,πυγμαίος,κοντόσωμο,καθαρισμός

θηρίο,Κολοσσός,γίγαντας,γίγαντας,μαμούθ,Τέρας,Λεβιάθαν,τιτάνας,φάλαινα,ψευδάρα

peevit => γαλαζοκότσυφας, peevishness => ευερεθιστότητα, peevishly => ευέξαπτα, peevish => δύστροπος, peeved => θυμωμένος,