FAQs About the word pawnor

ενέχων

One who pawns or pledges anything as security for the payment of borrowed money or of a debt.

μίνιον,Κούκλα,εργαλείο,θύμα,γατόπα,εξαπατώ,Φύλλο,όργανο,ομοίωμα,Γλάρος

επαναγορά,κερδίζω (πίσω),εξαγοράζω

pawning => ενέχυρο, pawner => ενέχυροδότης, pawnees => ποούνις, pawnee => Πόνι, pawned => ενεχυριασμένο,