Greek Meaning of pawner
ενέχυροδότης
Other Greek words related to ενέχυροδότης
Nearest Words of pawner
Definitions and Meaning of pawner in English
pawner (n.)
Alt. of Pawnor
FAQs About the word pawner
ενέχυροδότης
Alt. of Pawnor
μίνιον,Κούκλα,εργαλείο,θύμα,γατόπα,εξαπατώ,Φύλλο,όργανο,ομοίωμα,Γλάρος
επαναγορά,κερδίζω (πίσω),εξαγοράζω
pawnees => ποούνις, pawnee => Πόνι, pawned => ενεχυριασμένο, pawnbroking => Λομβαρδία, pawnbroker's shop => ενεχυροδανειστήριο,