Greek Meaning of participialized
μετοχικό
Other Greek words related to μετοχικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of participialized
- participialize => παρέχω μετοχή
- participial => μετοχικός
- participatory => συμμετοχικός
- participator => Συμμετέχων
- participative => συλλογικός
- participation loan => δάνειο συμμετοχής
- participation financing => συμμετοχική χρηματοδότηση
- participation => Συμμετοχή
- participating => συμμετέχων
- participated => συμμετείχε
- participializing => Μετοχή
- participially => μετοχικά
- participle => μετοχή
- particle => σωματίδιο
- particle accelerator => επιταχυντής σωματιδίων
- particle beam => Δέσμη σωματιδίων
- particle board => Μοριοσανίδα
- particle detector => ανιχνευτής σωματιδίων
- particle physics => Φυσική σωματιδίων
- parti-color => Δίχρωμος
Definitions and Meaning of participialized in English
participialized (imp. & p. p.)
of Participialize
FAQs About the word participialized
μετοχικό
of Participialize
No synonyms found.
No antonyms found.
participialize => παρέχω μετοχή, participial => μετοχικός, participatory => συμμετοχικός, participator => Συμμετέχων, participative => συλλογικός,