FAQs About the word parapeted

με επάλξεις

Having a parapet.

Ακρόπολη,οχύρωση,Τείχος,προμαχώνας,Επάλξεις,προμαχώνας,προμαχώνας,οχυρό,κάστρο,χωματουργικά

No antonyms found.

parapetalous => παραπέταλος, parapet => στηθαίο, parapeptone => Παραπεπτόνη, parapectin => Παραπηκτίνη, paraparesis => Παράπληγία,